-
1 ευνοικως
благосклонно, доброжелательно(εὐ. ἔχειν τινι и πρός τινα Xen., Arst.; διακεῖσθαι πρός τινα Isocr.; προσφέρεσθαί τινι Plut.)
-
2 εὐ-νοϊκός
εὐ-νοϊκός, ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκώτερον ὑπάρχειν τινί, Dem. 57, I; Sp., wie Pol. 6, 6, 8; Luc. Tim. 15. – Adv. εὐνοϊκῶς, βοηϑεῖν, Plat. Hipp. mai. 291 e; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A.; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen Einen wohlwollend sein, Xen. Hell. 4, 4, 15; Dem. 15, 22; πρός τινα, Xen. Mem. 2, 6, 34; τοῖς εὐν. πρὸς ὑμᾶς διακειμένοις Isocr. 12, 237; δικαίως ἂν ἔχοιτ' εὐνοϊκωτέρως ἐμοί Dem. 51, 2.
-
3 εὐνοϊκός
A welldisposed, kindly, favourable,εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1
, cf. Amphis 1: [comp] Sup. - ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16
. Adv.εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15
;πρός τινα Id.Mem.2.6.34
, Arist. Rh.Al. 1436b18;εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237
;πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25
([place name] Nero);εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19
;εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7
: [comp] Comp. - ωτέρως Id.51.2; - ώτερον Lib.Decl.49.31: [comp] Sup. - ώτατα X.Cyr.8.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοϊκός
-
4 εὐνοϊκός
εὐ-νοϊκός, ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen einen wohlwollend sein
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский